Το Μεγαλοχώρι, βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου και «κοιτάζει» προς την ανατολή. Περπατώντας προς το κέντρο του χωριού, οι δρόμοι γίνονται ολοένα και στενότεροι και αρκετοί από αυτούς έχουν χαρακτήρα «οικογενειακό», καθώς καταλήγουν σε αυλές. Στην «ποδιά» του Μεγαλοχωρίου απλώνονται οι αμπελώνες, που αποτελούσαν και αποτελούν την πηγή της ευμάρειας των κατοίκων του –μαζί με τον τουρισμό, που έκανε την εμφάνιση του τις τελευταίες δεκαετίες.
Ιστορικά, η ύπαρξή του καταγράφεται από τις αρχές του 17ου αιώνα. Μέσα στη θάλασσα του λευκού –όπως αρμόζει στους κυκλαδικούς οικισμούς- ξεπροβάλλουν οι μπλε τρούλοι των εκκλησιών του. Η Παναγιά των Εισοδίων με το πανέμορφο ξύλινο τέμπλο της και τις βυζαντινές εικόνες της Ρωσικής σχολής - μικρογραφίες 365 Αγίων- εντυπωσιάζει. Ο Άγιος Νικόλαος ο Μαρμαρίτης. Μία εκκλησιά κτισμένη σχεδόν αποκλειστικά από μάρμαρο, καθώς στην πραγματικότητα ήταν ειδωλολατρικός ναός του 4ου π.Χ., που έφτιαξαν εκεί οι Δωριείς άποικοι της Σαντορίνης. Στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, όπου έχουν βρεθεί ίχνη προϊστορικών οικισμών της Πρωτοκυκλαδικής και Υστεροκυκλαδικής, υπάρχουν το παρεκκλήσι των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και η Παναγιά της Πλάκας.
Στο Μεγαλοχώρι υπάρχει και το οινοποιείο «Μπουτάρη», αλλά και άλλα μικρότερα, στα οποία ο επισκέπτης μπορεί να δοκιμάσει σχεδόν όλες τις ποικιλίες των σαντορινιών κρασιών. Την εποχή του τρύγου οι στέγες των σπιτιών του «βαραίνουν» από αγκαλιές σταφυλιών, προκειμένου να λιαστούν και να δώσουν το γλυκό κρασί της Σαντορίνης, με τα δυνατά αρώματα και τη μεστή γεύση. Ο επισκέπτης που θ΄ αποφασίσει να μείνει στο Μεγαλοχώρι έχει εύκολη πρόσβαση τόσο στις ανατολικές –όπως η Βλυχάδα-, όσο και στις δυτικές –όπως του Αθηνιού- παραλίες του νησιού, ενώ σε απόσταση μόνο 10 χιλιομέτρων βρίσκονται τα Φηρά.