Η Σκύρος είναι ένα νησί με πολύ πράσινο και πολλές φυσικές ομορφιές, που εναλλάσσονται και δημιουργούν μαγευτικά τοπία. Στην Ατσίτσα τα πεύκα φτάνουν μέχρι τα γαλαζοπράσινα νερά της θάλασσας, ενώ στα Πουριά οι βράχοι και τα ερείπια του αρχαίου λατομείου σκυριανού πωρόλιθου, δημιουργούν ένα επιβλητικό και συνάμα γαλήνιο τοπίο.
Στην νότια πλευρά της Σκύρου, όπου το περιβάλλον είναι άγριο και θυμίζει βουνό, ζούσαν παλιότερα τα Σκυριανά αλογάκια, σήμα κατατεθέν της Σκύρου, τα οποία σήμερα απειλούνται με εξαφάνιση.
Ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας δίνει τη δυνατότητα εξάσκησης πολλών σπορ όπως ορειβασία, αναρρίχηση, ποδηλασία, wind surfing, θαλάσσιο σκι, ενώ παράλληλα προσφέρεται για off-road διαδρομή με μηχανή ή 4x4 οχήματα.
Σε όλο το νησί υπάρχουν πολλές βυζαντινές εκκλησίες, διατηρητέα μνημεία της Βυζαντινής περιόδου, ενώ το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στέκει αγέρωχο στο πέρασμα των αιώνων, σκαρφαλωμένο πάνω στο βράχο, γεμάτο μνήμες και πληροφορίες για τη Σκύρο και τη ζωή της.
Επίσης, η Σκύρος είναι διάσημη για τα κεραμικά της, τα ξυλόγλυπτα έπιπλα και την ιδιαίτερη εσωτερική αρχιτεκτονική των σπιτιών της. Τα αγροτικά προϊόντα της Σκύρου είναι εκλεκτά λόγω του ότι χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό οι παραδοσιακές μέθοδοι παραγωγής.
Η Σκύρος κατοικήθηκε από τη νεολιθική περίοδο ( 5500 – 2800 π.Χ. ) όπως μαρτυρούν τα λείψανα που έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές του νησιού. Ακμάζει κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού ( 2800 – 1900 π.Χ. ) και φτάνει στο απόγειο της ακμής της κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο ( 1650 – 1100 π.Χ. ). Σημαντική παρουσία έχει η Σκύρος και στα γεωμετρικά και στα αρχαϊκά χρόνια. Το 475 π.Χ. κατακτάται από τους Αθηναίους και το 323 – 322 π.Χ. περνάει στα χέρια των Μακεδόνων. Το 197 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, για να τους διαδεχθούν οι Βυζαντινοί, οπότε και η Σκύρος υπήχθη στο θέμα του αιγαίου Πελάγους.
Η Σκύρος είχε επίσης και ποικίλες ονομασίες στην πορεία των αιώνων από την αρχαιότητα και τα χρόνια που ακολούθησαν, που οι περισσότερες όφειλαν την προέλευση τους στη μορφολογία, το έδαφος, τους λαούς και τη φύση της. Ονομάστηκε Αιγίβοτος ( αυτή που τρέφει αίγες), Ανεμόεσσα ( λόγω των ανέμων της), Πελασγία καθώς κατοικήθηκε από τους Πελασγούς, Δολοπία, νησί των Δολόπων, Περίρρυτος, περιβρεχόμενη από θάλασσα, Πελαγία, νησί του πελάγους, Σκύρος λόγω του πορώδους λίθου που εξορύσσονταν στα λατομεία της και άλλα πολλά ονόματα που αναφέρονται από αρχαίους και κατοπινούς συγγραφείς και γεωγράφους ανά διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Η Σκύρος αναφέρεται και στην Ελληνική μυθολογία και η παρουσία της ήταν αισθητή σε όλη την πορεία της Ελλάδας.
Τέσσερα είναι τα μυθικά πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τη Σκύρο. Ο Θησέας, Ο Λυκομήδης, ο Αχιλλέας και ο Νεοπτόλεμος.
Όταν ο Θησέας μετά τους άθλους του και την επιστροφή του από τον Άδη, απογοητευμένος από τον Μενεσθέα που του πήρε το θρόνο, αποφάσισε να πάει στη Σκύρο, από όπου και καταγόταν και είχε περιουσία από τον πατέρα του Αιγαία.
Φτάνοντας στη Σκύρο βασιλιάς ήταν ο Λυκομήδης, ο οποίος ενοχλημένος και φοβούμενος της παρουσίας του Θησέα, τον οποίο θεώρησε αμέσως ανταγωνιστή του θρόνου, αποφάσισε να τον εξοντώσει. Έτσι συνάντησε το τραγικό του τέλος στη Σκύρο, ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελληνικής μυθολογίας.
Στο παλάτι του Λυκομήδη, έζησε όμως και ο Αχιλλέας, τον οποίο είχε κρύψει εδώ, η μητέρα του Θέτιδα, η οποία γνώριζε ότι αν ο γιος της πολεμούσε στη Τροία, θα είχε τραγικό τέλος. Στο παλάτι του Λυκομήδη, ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε την Δηιδάμεια, κόρη του βασιλιά, όπου απόκτησαν ένα γιο, τον Πύρρο. Ο Οδυσσέας ήταν εκείνος που οδήγησε τον Αχιλλέα στη Τροία, καταφεύγοντας στο γνωστό του τέχνασμα της αναγνώρισης του Αχιλλέα και η ιστορία ακολούθησε τη γνωστή σε μας, πορεία της.
Μετά το θάνατο του Αχιλλέα, ο γιος του Πύρρος, σε ηλικία μόλις 12 ετών, πήγε στην Τροία, πάλι με την ανάμιξη του Οδυσσέα, και πολέμησε γενναία, για αυτό και ονομάστηκε και Νεοπτόλεμος
Οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν οι Πελασγοί και μαζί με αυτούς και οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Δρύοπες και οι Δόλοπες. Φύλα από αυτούς τους λαούς κατοίκησαν και στη Σκύρο, όπου και έχουμε και τα πρώτα οχυρωματικά τείχη στη Σκύρο από τους Πελασγούς.
Η Σκύρος έγινε κτήση των Αθηναίων, μετά από απόφαση του Κίμωνα και εκτός από μικρές περιόδους, παρέμεινε Αθηναϊκή ηγεμονία για 389 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα οι κατακτητές εναλλάσσονταν από Αθηναίους, Πέρσες και Μακεδόνες, μέχρι το 197 π.Χ. όπου και έγινε Ρωμαϊκή κτήση.
Τη Ρωμαϊκή κυριαρχία διαδέχτηκε το Βυζάντιο οπότε και η Σκύρος υπήχθη στο θέμα του Αιγαίου Πελάγους και επικράτησε στο νησί η Χριστιανική θρησκεία.
Το 1204 η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Σταυροφόρους, οπότε και άρχισε ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας ανάμεσα στο φράγκο βασιλιά Βονιφάτιο τον Μομφερατικό και τον Δόγη της Βενετίας. Η Σκύρος κατελήφθη από τους αδερφούς Γκίζι, όπως και η Σκιάθος, η Σκόπελος και η Μύκονος, και έγινε κτήση Βενετών και Φράγκων.
Το 1538 η Σκύρος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, με πολλά προνόμια όμως, καθώς και το γεγονός ότι στο νησί δεν έμειναν για μεγάλο διάστημα ούτε τουρκικά στρατεύματα, ούτε Τούρκοι κυβερνήτες. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Σκύρος, υπέφερε πολύ από πειρατικές επιδρομές, που ανάγκαζαν τους κατοίκους της να καταφεύγουν στο κάστρο.Στον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας του 1821, η Σκύρος πρόσφερε πολλά τόσο σε οικονομική, όσο και σε έμψυχη βοήθεια, καθώς έστειλε πολλούς ναύτες στον εθνικό στόλο, πρόσφερε καταφύγιο σε οπλαρχηγούς, ανέδειξε αρκετούς Φιλικούς και περιέθαλψε χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Σήμερα η παράδοση τα ήθη και τα έθιμα της Σκύρου μαρτυρούν τις αρχαίες καταβολές της, ενώ στα μουσεία της υπάρχουν τεκμήρια και μνημεία του σπουδαίου παρελθόντος της.
Η Σκύρος βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Αιγαίου πελάγους και τοποθετείται στο νησιωτικό συγκρότημα των Σποράδων, αν και η απόσταση από αυτές είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με την απόσταση του νησιού από την Εύβοια, από την οποία απέχει περίπου 35 χλμ. ανατολικά (22 ναυτικά μίλια). Η έκτασή του εκτιμάται περίπου στα 210 τετρ. χλμ., ενώ ο πληθυσμός του είναι περίπου 2.600 κάτοικοι.
Η Σκύρος είναι στο μεγαλύτερο τμήμα της ορεινή, με δύο διακριτούς ορεινούς όγκους στο βόρειο και το νότιο τμήμα. Ανάμεσά τους υπάρχει μία ημιπεδινή και ημιλοφώδης έκταση, η οποία έχει διεύθυνση βορρά νότου, ανάμεσα στις βόρειες ανατολικές και τις νότιες ακτές του νησιού. Το βόρειο τμήμα καλύπτεται από πυκνό πευκοδάσος, ενώ στα διαδοχικά υψώματα και βουνά δεσπόζει η κορυφή Όλυμπος. Στο νότιο τμήμα κυριαρχεί ο ορεινός όγκος του Κόχυλα (792 μ.), ενώ τα βουνά είναι χέρσα και βραχώδη. Κατά μία έννοια, το βόρειο κομμάτι συγγενεύει με τα φυσικά τοπία που συναντά κανείς στις Σποράδες και τη βόρεια Εύβοια, ενώ το νότιο με τα τοπία της νότιας Εύβοιας αλλά ακόμα και των Κυκλάδων.
Το νησί διακρίνεται για τις πολλές φυσικές του ομορφιές, καθώς και τα παραδοσιακά έθιμά του που προέρχονται ακόμα και από τους αρχαιότατους χρόνους. Ο συνδυασμός αυτός, παράλληλα με την χαμηλή αλλά ποιοτική τουριστική κίνηση, κάνει τη Σκύρο δέκτη επιλεκτικών επισκεπτών, διατηρώντας έτσι το παραδοσιακό χαρακτήρα της.
Το νησί είναι γεμάτο από ωραίους τόπους, όπως ο Γιαλός, το Αχήλι, τα Βράχια κ.ά. όμορφες αμμουδιές που στολίζουν ολόκληρο το νησί (Νύφη, Τρεις Μπούκες, Φανάρι και Διαπόρι κ.ά.). Στο Γιαλό, κατά την παράδοση, έπαιρνε το μπάνιο του ο Αχιλλέας. Στο νησί συναντάμε αρκετούς κι αξιόλογους αρχαιολογικούς χώρους, όπως το Κάστρο που βρίσκεται πάνω από τη Χώρα. Εκεί ήταν η αρχαία ακρόπολη κι η έδρα του πανάρχαιου βασιλιά του νησιού Λυκομήδη. Στη θέση Σπηλιά Ανδριώτη σκοτώθηκε από το Λυκομήδη ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας. Σήμερα από την αρχαία ακρόπολη τίποτα σχεδόν δε σώζεται.
Στο νησί υπάρχουν επίσης αρκετές εκκλησίες από το Μεσαίωνα, όπως του Αγίου Γεωργίου του Σκυριανού, σε ψηλό βράχο πάνω από τη θάλασσα που έκτισε, μαζί με το μοναστήρι, ο Νικηφόρος Φωκάς το 10ο αιώνα. Ωραία είναι η εκκλησία της Παναγίας του Κίτσου και πολλές άλλες στα διάφορα μοναστήρια.