«Ο Μαγεμένος Αυλός είναι μια ατέλειωτη ιστορία και ένα στέκι το οποίο ο χρόνος το περιποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με την έννοια πως από εδώ έχουν περάσει σημαντικότατες προσωπικότητες από όλους τους χώρους».
Απλός, ευγενέστατος και περήφανος... Αυτός είναι ο κος Δημήτρης Θεοφίλου, ο ιδιοκτήτης του ιστορικού εστιατορίου «Μαγεμένος Αυλός» και ο άνθρωπος ο οποίος μέσω της συνέντευξης που μας παραχώρησε, μας ταξίδεψε δεκάδες χρόνια πίσω, από τα πρώτα βήματα του εστιατορίου, μέχρι την εποχή του Μάνου Χατζιδάκι και του σήμερα...
Κύριε Θεοφίλου θα ήθελα να ξεκινήσουμε με μια απλή ερώτηση για να γνωρίσει και ο κόσμος, αυτός τουλάχιστον που δεν γνωρίζει, κάποια πράγματα για το ιστορικό αυτό στέκι: πώς προέκυψε η ιδέα για τη δημιουργία του Μαγεμένου Αυλού και από που εμπνευστήκατε την ονομασία του;
«Ο Μαγεμένος Αυλός ξεκίνησε το 1960 με 1961 σαν πρατήριο για να προωθούνται τα προϊόντα της σοκολατοβιομηχανίας ΠΑΥΛΙΔΗΣ, σαν ένα πρατήριο γλυκών ουσιαστικά. Εντούτοις, επειδή ο τότε ιθύνων νους και εμπνευστής της ιδέας ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό, στην κεντρική Ευρώπη, είχε την ιδέα να του δώσει ένα χρώμα κεντροευρωπαϊκό, αυστριακό. Και έτσι δανειστήκαμε το «Μαγεμένος Αυλός» και για να μη το πούμε απευθείας «Μαγικός Αυλός» κάτι που θα παρέπεμπε στην όπερα του Μότσαρτ.
Έκτοτε, και για να κάνουμε και λίγο χιούμορ, λέμε πως το ονομάσαμε «Μαγεμένος Αυλός» για να μη μας ζητήσει ο Μότσαρτ και οι συγγενείς του πνευματικά δικαιώματα... Και εκεί, σαν συνάφεια, προέκυψε και το φοντύ το οποίο είναι συνηθισμένο φαγητό στην κεντρική Ευρώπη και εκείνη την εποχή το 1960 με 1961 ήταν ολοσχερώς ασυνήθιστο προς τους Αθηναίους... Έτσι λοιπόν ξεκίνησε ο «Μαγεμένος Αυλός», με τα σοκολατάκια και με τα γλυκά του, και κάπου στη μέση το φοντύ, καταρχήν μόνο για τους φίλους.
Αυτοί οι φίλοι όμως, με την πάροδο του χρόνου πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο, έγιναν καθημερινοί θαμώνες και εξετόπισαν τους αγοραστές των γλυκών, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που στο τέλος τα γλυκά πουλιόντουσαν σε μια άκρη του μαγαζιού, καθώς αυτό γέμισε με τραπέζια για να τρώνε κατά βάση φοντύ, κατά δεύτερον πίτσα – εδώ ήταν το πρώτο μέρος στην Ελλάδα για πίτσα – και φυσικά δεκάδες άλλα φαγητά που παρέπεμπαν λίγο και στην Κεντρική Ευρώπη αλλά και σε ωραίες γευστικές επιλογές και χαριτωμένα πιάτα».
55 χρόνια συνεχούς παρουσίας κ. Θεοφίλου για ένα κορυφαίο στέκι στο χώρο της εστίασης και θα ήθελα να μας κάνετε ένα flash back σε όλη αυτή τη διαδρομή εστιάζοντας κατά βάση στα κατά εσάς αξέχαστα σημεία της, αυτά δηλαδή που σημάδεψαν το «Μαγεμένο Αυλό».
«Η αλήθεια είναι πως η ιστορία του χώρου υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα και είναι γεγονός πως το πέρασμα του χρόνου μας περιποιήθηκε, με την έννοια πως περάσανε από εδώ όλοι μα όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι του τόπου μας και ο καθένας στην εποχή του. Βεβαίως προεξάρχουσα προσωπικότητα είχαμε τον αείμνηστο Μάνο Χατζιδάκι ο οποίος και διότι έμενε εδώ δίπλα και διότι κάτι του άρεσε στο χώρο, έκανε το «Μαγεμένο Αυλό» στέκι του, κάτι σαν δεύτερο σπίτι του δηλαδή, καθώς εδώ έπινε τον πρωινό του καφέ και εδώ έκλεινε τη μέρα του με το αγαπημένο του γλυκό. Γύρω από το Χατζιδάκι συσπειρώθηκε έκτοτε μια σημαντική παρέα μεγάλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όλα αυτά τα μεγαθήρια που έγραψαν την ιστορία στο δεύτερο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα και που ακόμα και σήμερα τους αναπολούμε.
Βέβαια εδώ γραφτήκαν και κάμποσα από τα τραγούδια με τον αείμνηστο Γκάτσο ο οποίος έγραφε τους στίχους, εδώ ντεμπουτάρανε συνθέτες που ήταν νεαροί και τώρα βρίσκονται στο πάνθεον των πολύ επιτυχημένων όπως ο Δήμος ο Μούτσης, εδώ επίσης ξεκίνησαν την πορεία τους και καινούριοι συνθέτες οι οποίοι επίσης σήμερα βρίσκονται στην κορυφή και τότε ήταν στα πρώτα τους βήματα όπως ο Νίκος ο Κυπουργός, εδώ διαμορφωθήκαν και ζυμωθήκαν μέσα στο πνεύμα και άλλοι νέοι όπως ο Δημήτρης ο Ιατρόπουλος, μία κορυφαία προσωπικότητα στον τομέα των ποιημάτων, γενικά εδώ είναι μία ατέλειωτη ιστορία, ένα μέρος από το οποίο έχουν περάσει σημαντικότατες προσωπικότητες όπως ο Μινωτής, ο Κατράκης, ο Χορν, η Αλίκη η Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη με τον Καζάκο, η Άννα Φόνσου, η Τζένη Βάνου, ο Σπανός, ο Πλέσσας, ο Χατζηνάσιος και τόσοι άλλοι ακόμα...»
Επειδή μιλήσατε και αναφερθήκατε στον τεράστιο Μάνο Χατζιδάκι, τον άνθρωπο που χάραξε μια αξιοζήλευτη διαδρομή ως μουσικοσυνθέτης, διανοούμενος και ποιητής, αλήθεια, πείτε μας μια ιστορία που θυμάστε περισσότερο από αυτόν...
«Θα σας πω ένα χαριτωμένο σκηνικό με πρωταγωνιστή το Μάνο Χατζιδάκι... Μία φορά είχε όρεξη για πολύ κουβέντα και κατά τις 04.00 απευθύνθηκε σε αυτόν ο μεγαλύτερος από τους σερβιτόρους μας, ο κύριος Γρηγόρης, λέγοντάς του «μαέστρο θα μας συγχωρούσατε να σας αφήναμε μόνο σας και να σας δώσουμε και το κλειδί ώστε όποτε τελειώσετε με την παρέα σας να κλείσετε και να κλειδώσετε το μαγαζί;». Τότε ο Μάνος του απάντησε «κανένα πρόβλημα παιδιά, πηγαίνετε στο καλό, θα κλείσω και θα κλειδώσω εγώ...».
Ήρθαν στη συνέχεια τα παιδιά κατά τις 09.00 το πρωί για να ανοίξουν το μαγαζί και βλέπουν το Μάνο Χατζιδάκι να κοιμάται σε μία πολυθρόνα, ακριβώς πίσω από την πόρτα, η οποία ήταν και ελαφρώς μισάνοικτη. Χτυπάνε το τζαμάκι, εκείνος ανοίγει τα μάτια και τους λέει «επιτέλους βρε παιδιά, έχασα το κλειδί και φύλαγα το μαγαζί μέχρι να έρθετε».
Πλην του Μάνου Χατζιδάκι το εστιατόριο το έχουν επισκεφτεί κατά καιρούς σημαίνουσες προσωπικότητες από όλους τους χώρους και θα ήθελα να μας αναφέρετε μια ιστορία ή ένα περιστατικό που συνέβη με κάποιον από τους θαμώνες και έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη σας...
«Θα σας πω ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό το οποίο αφορά το διάδοχο που υπήρχε τότε στην Ελλάδα, τον καιρό που υπήρχε ακόμα η βασιλεία. Είχε έρθει εδώ με τα πόδια από το μέγαρο ο Κωνσταντίνος, ο νυν τέως βασιλιάς και λίγη ώρα αφότου έφτασε εδώ έπιασε μια καταρρακτώδη βροχή, μιλάμε για ποτάμια νερού... Εμείς τότε είχαμε ένα Austin, ένα μικρό φορτηγάκι με το οποίο ψωνίζαμε τα προϊόντα μας και ακόμα δεν το είχαμε αδειάσει, ήταν γεμάτο κρεμμύδια και σκόρδα. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, του λέει ο αείμνηστος Πολυχρόνης που ήταν επικεφαλής εδώ «υψηλότατε να σας πάμε με το φορτηγάκι, δεν έχουμε άλλο μέσο» και λέει ο Κωνσταντίνος «ναι, να με πάτε...». Το φορτηγάκι όμως μύριζε έντονα από τα κρεμμύδια και τα σκόρδα με αποτέλεσμα να καταντραπούμε όλοι...
Τέλος πάντων, μετά από καιρό που ξαναήρθε του είπαμε «πόσο άσχημα αισθανθήκαμε τότε που σας πήγαμε με το φορτηγάκι που μύριζε από τα κρεμμύδια και τα σκόρδα» για να μας απαντήσει με ευγενέστατο τρόπο « δεν έχετε να αισθανθείτε για τίποτα άσχημα, ήταν η πιο νόστιμη διαδρομή που είχα κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου». Αυτό ήταν από τα πλέον χαρακτηριστικά περιστατικά που θυμάμαι καθώς ο Κωνσταντίνος υπήρξε τακτικός θαμώνας δεδομένου πως και το περίφημο ραντεβού με την Αλίκη Βουγιουκλάκη που κατεγράφη στα ιστορικά δρώμενα της αθηναϊκής κοινωνίας, έγινε εδώ...
Πραγματικά ωραίες ιστορίες... Θα ήθελα να κλείσουμε τη συνέντευξή μας πηγαίνοντας και στο κομμάτι της κουζίνας του «Μαγεμένου Αυλού» και θα ήθελα κ. Θεοφίλου να μας πείτε πως θα χαρακτηρίζατε εσείς την κουζίνα και ποια είναι τα πιάτα εκείνα που αποτελούν τη γευστική κορωνίδα του εστιατορίου;
«Η κουζίνα μας ξεκίνησε με όμορφες ιδέες, όπως μια εμπνευσμένη νοικοκυρά θα έφτιαχνε συνταγές για να ικανοποιήσει την οικογένειά της, έτσι ξεκίνησαν και τα δικά μας πιάτα και βέβαια με άρωμα δύσης, από την κεντρική Ευρώπη. Στην πορεία διαμορφώθηκαν συνταγές ζεστές, comfort food που θυμίζουν την κουζίνα που πρωτογνώρισε ο καθένας από εμάς στο σπιτικό του από τη μητέρα του ή τη γιαγιά του.
Έχουμε λοιπόν τώρα κάποια πιάτα τα οποία είναι πολύ ξεχωριστά όπως είναι η πικάτα μας την οποία φτιάχνουμε 55 χρόνια, οι ωραίες τυροκροκέτες παρμεζάνα και δεκάδες άλλα παρεμφερή φαγητά. Πιο πολύ από όλα θα σταθούμε στα ελληνικά μαγειρευτά, μεσογειακά φαγητά μας. Έχουμε καταπληκτικά γιουβετσάκια, υπέροχο φρικασέ, κρασάτες συνταγές, θα έλεγα λοιπόν πως η κουζίνα μας είναι μια παραδοσιακή, καθιερωμένη και ιδιαίτερα νόστιμη, με αρκετά σημαντική την εμφάνιση των ανησυχιών της και προς το εξωτερικό»
Σύντομο Βιογραφικό Δημήτρης Θεοφίλου
«Βασικά ξεκίνησα ως ξενοδόχος και τα πρώτα μου τουριστικά βήματα τα έκανα στην κατασκήνωση του πατέρα μου στην Επίδαυρο τη δεκαετία του ’50. Στη συνέχεια σπούδασα ξενοδοχειακά και είχα την τύχη να προωθηθώ με υποτροφία στην Ελβετία, να συμπληρώσω πολύ καλές σπουδές και στη συνέχεια να ξεκινήσω ως διευθυντής ξενοδοχείων καταρχήν και κατόπιν ως επιχειρηματίας.
Ακολούθως ασχολήθηκα και με τα εστιατόρια. Ως ξενοδόχος είχα στη γειτονιά μου το ξενοδοχείο ΣΤΑΔΙΟΝ, ερχόμουν σε καθημερινή βάση και έτρωγα εδώ και όταν ο πολύ σπουδαίος Γεώργιος Πολυχρόνης ήθελε να αποσυρθεί, αναλάβαμε εμείς τα ηνία και έτσι το τελευταίο τέταρτο του αιώνα είμαστε εμείς εδώ.
Τώρα, μέσα σε αυτή την πορεία που έχω συμπληρώσει - σχεδόν μισό αιώνα επαγγελματικών δραστηριοτήτων, διότι το πρώτο μου κατάστημα το έκανα το 1968 στη γειτονιά μου την Πλάκα, και αντιλαμβάνεστε πόσα πράγματα έχουμε ζήσει και πόσα έχουν αλλάξει από τότε - έχουν περάσει από τα χέρια μας περίπου 6.500 εργαζόμενοι και δεν έχουμε κάνει ούτε μία απόλυση, ούτε μία απόλυση... Αυτό αποτελεί για εμένα προσωπικά ένα πολύ μεγάλο εύσημο και ειλικρινά αισθάνομαι υπερήφανος για αυτό!!»